- στενακτός
- -ή, -όν, Α [στενάζω]1. αυτός που προκαλεί στεναγμό («ἀνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινός, ἐξεπέμπετο», Σοφ.)2. στενακτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στενακτός — to be mourned masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενακτά — στενακτός to be mourned neut nom/voc/acc pl στενακτά̱ , στενακτός to be mourned fem nom/voc/acc dual στενακτά̱ , στενακτός to be mourned fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενακτή — στενακτός to be mourned fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοστένακτος — μεγαλοστένακτος, ον (Α) αυτός για τον οποίο στενάζει κάποιος πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στενακτος (< στενάζω), πρβλ. πολυ στένακτος] … Dictionary of Greek
στενακτικός — ή, ό / στενακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και στεναχτικός, ή, ό, Ν [στενακτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στεναγμό 2. (κατ επέκτ.) λυπηρός … Dictionary of Greek
ՀԵԾԵԾԵԼԻ — ( ) NBH 2 0082 Chronological Sequence: Early classical ա. στενακτός gemebundus, lamentabilis. Արժանի հեծութեան. աւաղելի. ողբալի. *Եղիցիս հեծեծելի եւ եղկելի. Եզեկ. ՟Ե. 15 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
στενακτάν — στενακτά̱ν , στενακτός to be mourned fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)